-
1 ὑπεροχή
ὑπεροχ-ή, ἡ, (Aὑπερέχω 11
) projection, prominence,οὐ κνῖσα κρούει πινὸς ὑπεροχὰς ἄκρας; Ephipp.3
, cf. Gp.9.10.4; αἱ ὑ. τῶν βουνῶν, τῶν ὀρῶν, their prominent points, Plb.10.10.10, Plu. 2.936a; top of an upright beam, Ath.Mech.17.4; ὑ. λιθοειδεῖς, of the mastoid processes of the skull, Ruf.Onom. 139; τὰς ὑ. αὐτῶν (sc. τῶν μαστῶν) Sor.1.55: abs., an eminence, Plb.3.104.3.2 rising of a star,ἀνατολὴν εἶναι.. ὑ. ἄστρου ὑπὲρ γῆς Chrysipp.Stoic.2.200
; raising,τῆς ἑαυτῶν κεφαλῆς Plot.5.8.3
.II metaph., pre-eminence, superiority,ὑπεροχῆς ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης, ἡ δὲ νίκη ὑ. τις Arist.Rh. 1389a13
;ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ὑ. Id.Pol. 1297b18
; τὴν ὑ. ἀπονέμειν τοῖς ἀρίστοις ib. 1293b41; τὴν ὑ. τῆς πολιτείας λαμβάνειν superiority in the government, ib. 1296a31; διὰ τὴν ὑ. τοῦ πλήθους because of superiority in multitude, ib. 1293a4;ἡ ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι ὑ. IG22.3800
: pl.,πρὸς τὰς ὑ. οὕτω διακεῖσθαι Isoc.12.16
;διαφέρεσθαι ἐν τῷ ποσῷ καὶ ταις ὑ. Arist.Pol. 1323a35
.2 like ὑπερβολή, excess, opp. ἔλλειψις (defect), in many senses, as in Arithm., one of the ἀριθμοῦ ᾗ ἀριθμὸς πάθη, Id.Metaph. 1004b12, cf. Archim.Spir.11, Aequil.1.2, Dioph.1.6, al.; ἐν ἴσῃ ὑ., of an arithmetical progression, Papp.76.21, al., cf. Archyt.2, Porph. in Harm.p.266 W.; excess, of a sum of money, SIG976.66 (Samos, ii B.C.); in Physics, Arist.Ph. 187a16, 189b10, HA 486b8, al.; , al.;τάχος τὸ ὑ. [ἔχον] κινήσεως Id.Metaph. 1052b30
;ἡ κατὰ τὴν ἀρετὴν ὑ. Id.EN 1098a11
, cf. Rh. 1368a25; τῶν ἠθῶν (sc. τοῦ Επικούρου) IG22.1099.27 (Epist. Plotinae), cf. 42(1).86.18 (Epid., prob.); φιλίας εἶδος τὸ καθ' ὑ., where one exceeds the other in rank, etc., Arist.EN 1158b12, cf. 1161a20: pl.,κατὰ πλούτων ὑπεροχάς Pl.Lg. 711d
;οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Arist. Pol. 1295b14
.3 alone, supremacy, authority, dignity, Plb.1.64.1;τὴν Σελεύκου τοῦ βασιλέως ὑ. Antiph.187.4
;δαιμόνων ὑ. OGI383.75
(Nemrud Dagh, i B.C.);οἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι D.S.4.41
;οἱ ἐν ὑπεροχῇ ὄντες PTeb.734.24
(ii B.C.), 1 Ep.Ti.2.2;ἀνὴρ ἐν ὑ. κείμενος LXX 2 Ma.3.11
.4 of language, periphrasis. prolixity, opp. ἔλλειψις, Pl.Plt. 283c.5 as a title, Excellency, Just.Nov.25.5;ἡ ὑμετέρα Ὑ. POxy.130.20
(vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεροχή
-
2 εὐπρόσκοπος
εὐπρόσκοπος, ον,A far-seeing, cautious,τὸ τῶν ἠθῶν εὐκινητότερον καὶ πολυτροπώτερον καὶ -πώτερον Ptol.Tetr. 173
; cf. ἀπρόσκοπος (B).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπρόσκοπος
-
3 νεαροπρεπής
νεᾰρο-πρεπής, ές,A possessing youthful charm, metaph., of style, Aristid.Rh.2p.551S.; becoming or natural in youth, Procl.in Alc.pp.23,47C.;τὸ ν. τῶν ἠθῶν Id.in Cra.p.1
P., cf. Olymp.in Phlb. p.249S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεαροπρεπής
-
4 ἐξημερόω
A tame or reclaim entirely, χῶρον [ἀκανθώδη] Hdt.1.126; ἐ. γαῖαν free the land from wild beasts, etc., E.HF20, 852; reclaim wild plants,κοτίνους εἰς σνκᾶς ἐ. Plu.Fab.20
, cf. Thphr.HP2.2.12 ([voice] Pass.), al.: metaph., soften, humanize,τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Plb.4
. 21.4;διανοίας Ph.2.402
;τὰς τῶν ἠθῶν καὶ παθῶν ὕλας LXX 4 Ma.1.29
;αὑτὸν διὰ παιδείας Plu.Num.3
;τὴν νῆσον ἐξηγριωμένην ὑπὸ κακῶν.. ἐξημέρωσε Id.Tim.35
, cf. Parth.20.1; ἡ ἐξημερωμένη ἐν τοῖς νῦν χρόνοις ἀναστροφή our present civilized life, Phld.Sto.339.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξημερόω
-
5 ἐπανορθωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανορθωτικός
-
6 ἡγεμών
ἡγεμών, [dialect] Dor. [pref] ἁγ-, [dialect] Aeol. [full] ἀγίμων IG12(2).164 (Mytil.), al., όνος, ὁ; also ἡ, Pi.I.8(7).22, A.Supp. 722, Aeschin.1.171, X.Oec. (infr. 11):—A one who leads; and so,I in Od., guide, 10.505, 15.310, Hdt.5.14, S.Ant. 1014, Pl.Men. 97b;ἡγεμόνες γενέσθαι τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt.8.31
, cf. E.Hec. 281, X.Mem.1.3.4;ἡ. ποδὸς τυφλοῦ E.Ph. 1616
;ἡγεμόνες τοῦ πλοῦ Th.7.50
; of a charioteer, S.OT 804.2 one who does a thing first, shows the way to others,τοῖς νεωτέροις ἡ. ἠθῶν χρηστῶν γίγνεσθαι Pl.Lg. 670e
;πατέρες τῆς σοφίας καὶ ἡ. Id.Ly. 214a
;πόνους τοῦ ζῆν ἡδέως ἡγεμόνας νομίζετε X.Cyr.1.5.12
;τῆς εἰρήνης ἡ. D.18.24
; [ἀχαριστία] ἐπὶ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡ. X.Cyr.1.2.7
: abs., of choir-leaders, Mnemos.47.253 (Argos, ii/i B.C.).II in Il., leader, commander, chief, opp. λαοί, πληθύς, 2.365, 11.304: c. gen., ἡγεμόνες Δαναῶν, φυλάκων, etc., 2.487, 9.85, cf. Hdt.6.43, 7.62, al.; στρατηγὸς καὶ ἡ. τῶν 'Ελλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον ib. 158;ἡ. τῶν πολέμων Id.9.33
; ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ [στρατηγῶν] Th.8.89; = λοχαγός, Arr.Tact. 5.6;ἡ. τῶν ἐν προχειρισμῷ PAmh.2.39
(ii B.C.); chief, sovereign, Pi.I. 8(7).22, etc.;ἡ. γῆς τῆσδε S.OT 103
, cf. OC 289;πάντων.. καὶ αὐτοῦ βασιλέως ἡ. X.HG3.5.14
;ἡ. συμμορίας D.21.157
; of the queen-bee and queen-wasp, regarded by Arist. as males, Arist.HA 553a25, 629a3 (butἡ τῶν μελισσῶν ἡ. X.Oec.7.32
, cf. 38); ὁ ἡ. τῶν προβάτων, of the bell-wether, Arist.HA 573b24; τῶν βοῶν ib. 575b1; (Piraeus, iv B.C.), cf. X.HG6.4.29.b ἡ. χοροῦ leader of a chorus, Poll.4.106;παῖδες ἡ. IG7.3196
(Orchom. [dialect] Boeot.); president of a gymnasium, ib.3.1086, al.c a Roman Emperor, Str.4.3.2, Plu.Cic.2, al.; as translation of princeps, Mon.Anc.Gr.7.9; ἡ. νεότητος, = Lat. princeps juventutis, ib.18; a provincial governor, Str.17.3.25, Ev.Matt.27.2, Act.Ap.23.24: freq. of the praefectus Aegypti, PRyl.119.4 (i A.D.), etc.; ἡ. ἀμφοτέρων, i.e. of Upper and Lower Egypt, POxy.39.6 (i A.D.);ἡ. Κύπρου
Tab. Defix.Aud.25.13
(iii A.D.).2 as Adj., ; [ ναῦς], of the flagship, A.Supp. 722;ἡ. τῆς φυλῆς κορυφαῖος D.21.60
(s.v.l.);ἡ. πόδες Arist.HA 490b5
, IA 713b32: as neut.,ἡγεμόσι μέρεσι Pl.Ti. 91e
.IV ἡγεμόνες, [dialect] Dor. ἁγ-, αἱ, in Architecture, coping-tiles of the roof, IG22.463.70, 1627.303, 4.1484.100 (Epid.).V a kind of fish, = ἡγητήρ 2, Plu.2.980f. -
7 μαλακός
A soft:I of things subject to touch,εὐνή Il.9
. 618;κώεα Od.3.38
;τάπης μαλακοῦ ἐρίοιο 4.124
;χιτών Il.2.42
, PSI 4.364.5 (iii B.C.);πέπλοι Il.24.796
; νειὸς μ. fresh-ploughed fallow, 18.541; λειμῶνες μ. soft grassy meadows, Od.5.72, cf. Il.14.349;πόας ἄνθος Sapph.54
;τάπητες.. -ώτεροι ὕπνω Theoc.15.125
; of the skin or flesh,μ. παρειαί S.Ant. 783
(lyr.); (anap.);σώματα X.Mem.3.10.1
; πρόβατα μ. soft-fleeced, D.47.52; τόποι πεδινοὶ καὶ μ., opp. hard, rugged ground, Arist.HA 607a10; οἱ κρημνοὶ οἱ μ. ib. 615b31;μ. πέτρα SIG970.8
(iii B.C.), PPetr.2p.6 (iii B.C.); μ. τέφρα a slow fire, Ph.Bel.89.36; soμ. πῦρ Androm.
ap. Gal.13.26;μ. ἀνθρακιά Dsc.2.76
; ὕδωρ μ., of marsh water, A.Fr.192.8 (anap.), Pl.Ti. 59d (cf. μαλθακός); of soil, X.Oec.19.8, Pl.Criti. 111b. Adv., μαλακῶς ἐνεύδειν, εὑδέμεναι, to sleep softly, i.e. on soft bedding, Od. 3.350, 24.255;μαλακώτατα καθεύδειν X.Mem.2.1.24
; καθίζου μ. sit softly, i.e. on a cushion, Ar.Eq. 785;ὑποστορεῖτε μ. τῷ κυνί Eub.90
, cf. 108; but ὡς μ. ἐσθίεις what dainty food you have! Thphr.Char.2.10.2 μαλακά (sc. σκεύη), τά, household utensils, Men.Per.Fr.3, Diph.19.II of things not subject to touch, gentle,θάνατος Od. 18.202
;ὕπνος Il.10.2
;κῶμα 14.359
; μ. ἔπεα soft, fair words, 1.582, 6.337;λόγοι Od.1.56
;ἐπαοιδαί Pi.P.3.51
;παρηγορίαι A.Ag.95
(anap.);αὖραι X.Oec.20.18
; μ. βλέμμα tender, youthful looks, Ar. Pl. 1022;μαλακὰ φρονέων ἐσλοῖς Pi.N.4.95
; μ. οἶνος mild, Arist.Pr. 873b34; μ. [φωνή] soft, Id.Aud. 803a8 ([comp] Comp.); of scent, faint, delicate, Thphr.HP6.7.4; of climate, mild, ib.6.8.1. Adv.μαλακῶς, αὐλεῖν Arist.Aud. 803a20
;ἐὰν τὰ σκληρὰ μ. λέγηται Id.Rh. 1408b9
.III of persons or modes of life, soft, mild, gentle, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι easier to handle, of a fallen hero, Il.22.373;ἐκ τῶν μ. χώρων μ. ἄνδρας γίνεσθαι Hdt.9.122
; -;ἀρνίου -ώτερος Philippid.29
; -ώτερον τὸ ἦθος τὸ τῶν θηλειῶν Arist.HA 608a25
;ἀρρένων καὶ μ. ἠθῶν καὶ πράξεων Phld.Mus.p.92
K.2 in bad sense, soft,μ. ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου Th.2.18
;μ. ἦν περὶ τοῦ μισθοῦ Id.8.29
;πρὸς τὸ πονεῖν X.Mem.1.2.2
. Adv. -κῶς, ξυμμαχεῖν Th.6.78
; - ωτέρως ἀνθήπτετο attacked him somewhat feebly, Id.8.50;μ. φιλεῖν X.Mem.3.11.10
.b faint-hearted, cowardly, Th.6.13, X. HG4.5.16 ([comp] Comp.), etc.c morally weak, lacking in self-control, Hdt.7.153 ([comp] Comp.);ἀντίκειται τῷ μ. ὁ καρτερικός Arist.EN 1150a33
: c. inf., ;τὸ τρυφῶν καὶ μ. Ar.V. 1455
(lyr.); μ. οὐδὲν ἐνδιδόναι not to give in from weakness or want of spirit, Hdt.3.51, 105, Ar.Pl. 488; τὰ μ. indulgences, Epich.288, cf. X.Cyr.7.2.28.d = παθητικός, PHib.1.54.11 (iii B.C.), 1 Ep.Cor.6.9, Vett.Val.113.22, D.L.7.173.e of music, soft, effeminate,μ. ἁρμονίαι Pl.R. 398e
, 411a, cf. Arist.Pol. 1290a28; tuned to a low pitch, opp.σύντονος, χρῶμα μ. Cleonid.Harm.7
, etc.f of style, feeble,τὸ -ώτερον καὶ ταπεινότερον Phld.Rh.1.197
S.g of reasoning, weak, loose,λόγος Isoc.12.4
([comp] Comp.), cf. 5.149 ([comp] Comp.);λόγος λίαν μ. Arist.Metaph. 1090b8
. Adv. -κῶς, συλλογίζεσθαι to reason loosely, Id.Rh. 1396b1 ([comp] Comp.);ἀποδεικνύειν -ώτερον Id.Metaph. 1025b13
.3 weakly, sickly, - κῶς ἔχειν to be ill, Hermipp.58, Ps.-Hdt. Vit.Hom.34, Luc.DDeor.9.1; -κῶς διάκειται PCair.Zen.263.3
(iii B.C.).IV Adv. - κῶς, v. supr. I, II, III.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακός
См. также в других словарях:
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ηθολογία — Κλάδος της βιολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τη συμπεριφορά των ζώων. Η η. συγχέεται μερικές φορές με την οικολογία, η τελευταία όμως μελετά τις σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον. * * * η (Α ἠθολογία) [ηθολόγος] νεοελλ. 1. το να… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… … Dictionary of Greek
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
ηθογραφία — Λογοτεχνικός όρος. Σημαίνει την απεικόνιση και περιγραφή σε πεζό ή έμμετρο λόγο του τρόπου ζωής ενός λαού και ιδιαίτερα των ηθών και των εθίμων του. Στα νεοελληνικά γράμματα συστηματικότερη ηθογράφηση του λαού εμφανίζει η λογοτεχνία των δύο… … Dictionary of Greek
Πουκεβίλ, Φρανσουά Σαρλ Iγκ Λοράν — (Pouqueville, Mερλερό, Nορμανδία 1770 – Παρίσι 1838). Γάλλος διπλωμάτης, λόγιος, φιλέλληνας και περιηγητής του ελληνικού χώρου. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι και από επιστημονικό ιατρικό ενδιαφέρον ακολούθησε, μαζί με τον δάσκαλό του Α. Ντιμπουά,… … Dictionary of Greek